- συνεπικουρεῖν
- συνεπικουρέωhelp to succourpres inf act (attic epic doric)συνεπικουρέωhelp to succourpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπικουρώ — έω, ΜΑ επικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο αρχ. αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικουρῶ «βοηθώ»] … Dictionary of Greek